Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Ο Όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης για την Εκκλησία και τους κληρικούς








του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη
 Αγαπητοί μου, ας ευχαριστήσουμε τον Θεό που ακόμα και στις μέρες μας, σε μια ομολογουμένως δύσκολη εποχή, αναδεικνύει αγίους όπως ο όσιος γέροντας Παΐσιος ο αγιορείτης. Το πρόσωπό του θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε. Είναι όμως δύσκολο εγχείρημα αυτό και τολμηρό θα έλεγα. Γιατί δύσκολο και τολμηρό; Γιατί απλά ο άγιος καταλαβαίνει τον άγιο. 
Έτσι αφού αγιότητα εκ μέρους μας δεν υπάρχει, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι επιλογής: σιγή ή προσπάθεια; Διαλέξαμε το δεύτερο. Πράγματι, μια εσωτερική επιθυμία μας προτρέπει να αναφερθούμε στον άγιο και μάλιστα όχι με τον συνηθισμένο τρόπο. Τί εννοώ; Όταν κάποιος καλείται να μιλήσει για κάποιον αναφέρεται σε περιστατικά που έζησε μαζί του. Η γνωστή ερώτητη είναι: «τον γνωρίσες; τί σου είπε;». Προσωπικά δεν είχα αυτήν την μεγάλη τιμή και ευλογία, αλλά σήμερα δεν ήθελα να πούμε γενικά πως βλέπω εγώ ή άλλοι τον όσιο γέροντα, αλλά τι έχει πει ο ίδιος, τι πίστευε ο ίδιος για δύο σημαντικά θέματα. Για την Εκκλησία και για τους κληρικούς.
Έτσι, δεν πρόκειται να αναφερθούμε σε θαύματα και σημεία, που δια της χάριτος του Θεού όντως επιτελούσε ο άγιος γέροντας. Τέτοια υπάρχουν άπειρα σε βιβλία που έχουν εκδοθεί. Μάλιστα σε τέτοιο σημείο γίνεται η καταγραφή θαυμάτων, όπου ο γέροντας παρουσιάζεται ως κάποιος φοβερός μεν θαυματοποιός αλλά χωρίς να αναφέρονται γι᾽ αυτόν τόσες άλλες πτυχές της ζωής του, ακόμα δε και ο τρόπος που έφθασε στην απόκτηση των πολλών χαρισμάτων του ή πιο απλά ο τρόπος που έφθασε στην αγιότητα. Σήμερα θα προσπαθήσουμε να γίνουμε ο αναμεταδότης των όσων με εγκυρότητα εμπιστεύθηκε ο ίδιος στις μοναχές στο μοναστήρι της Σουρωτής, που καθοδηγούσε πνευματικά. Θα αναφέρουμε ακριβώς τα λόγια που είπε ο ίδιος αφού οι μοναχές κατέγραφαν με προσοχή τα λεγόμενά του χωρίς να προσθέτουν ή να αφαιρούν στοιχεία.
Θα δούμε λοιπόν, αυτό είναι το θέμα μας, πως ο γέροντας έβλεπε την Εκκλησία και τους κληρικούς. Είναι σοβαρό το ζήτημα όπως επίσης πολύ σοβαρές, ενδιαφέρουσες και σημαντικές οι σχετικές τοποθετήσεις του αγίου. Πιστεύουμε ότι τα όσα έχει πει αποτελούν συνισταμένη της διδασκαλίας των προτέρων αυτού Πατέρων της Εκκλησίας. Θα έλεγε όμως κάποιος που θα ωφελήσει εσάς, τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, η σημερινή μας αναφορά στα παραπάνω θέματα. Μπορεί να πιστεύετε ότι ίσως θα πρέπει μόνο οι ιερείς να διαβάσουν με προσοχή τα όσα ο άγιος γέροντας -με μια προστατευτική αυστηρότητα θα έλεγα- μας λέει και κανείς άλλος. Νομίζω όμως ότι δεν είναι έτσι. Είναι καλό και εσείς να ακούσετε τα σχετικά με τους ιερείς για να ξέρετε ποιόν ιερέα τελικά θέλετε, να έχετε τα κριτήρια να διακρίνετε, και όχι να κρίνετε, πως είναι ο ιερέας της Εκκλησίας μας.
Πως να είμαστε δηλαδή εμείς οι ιερείς σας, που σας διακονούμε. Φυσικά να ξέρουμε επίσης ποιά είναι η Εκκλησία που ανήκουμε και αγαπούμε και ποιά είναι η υγιής σχέση μεταξύ των μελών της Εκκλησίας αυτής. Ας ξεκινήσουμε με την Εκκλησία.

Α´ ΜΕΡΟΣ

  Ο όσιος γέροντας Παΐσιος ένιωθε τον εαυτό του μέλος της Εκκλησίας, πονούσε γι᾽ αυτήν και συχνά την ονόμαζε Μητέρα Εκκλησία. Έλεγε: «Μία μάνα η φυσική, μία η Παναγία και μία η Εκκλησία». Και έτσι είναι βεβαίως διότι ότι λέγεται για την Παναγία λέγεται και για την Εκκλησία και το αντίστροφο. Σημείωνε: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν έχει καμμία έλλειψη. Η μόνη έλλειψη που παρουσιάζεται, είναι από μας τους ίδιους, όταν δεν αντιπροσωπεύουμε σωστά την Εκκλησία… Η Εκκλησία είναι Εκκλησία του Χριστού και Αυτός την κυβερνάει. Δεν είναι ναός που κτίζετε με πέτρες, άμμο και ασβέστη από ευσεβείς και καταστρέφεται με φωτιά βαρβάρων, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός…».

Κάνει εντύπωση ότι εάν και ασκούμενος στην έρημο του Αγίου Όρους, παρακολουθούσε με προσοχή τα Εκκλησιαστικά θέματα. Τον απασχολούσαν τα προβλήματα της Εκκλησίας και ασχολείτο με αυτά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μάλιστα, όταν άκουγε για διάφορα σκάνδαλα στην Εκκλησία έκανε την προσευχή του πιο έντονη. Όταν, «ως ασυρματιστής» λάμβανε μήνυμα για κάποιο σοβαρό θέμα δεν δίσταζε να βγαίνει από το Άγιον Όρος και να επισκέπτεται Επισκόπους ή άλλα πρόσωπα που μπορούσαν να βοηθήσουν ή να βοηθηθούν.

Σχετικά με το θέμα αυτό αναφερόταν στην σωστή αντιμετώπιση των εκκλησιαστικών θεμάτων και συμβούλευε: «Να αποφεύγωνται τα άκρα• με τα άκρα δεν λύνονται τα θέματα… Τα δύο άκρα ταλαιπωρούν την Μητέρα Εκκλησία… Εκείνοι που θα μπορέσουν να λυγίσουν τα δύο άκρα, γιά να ενωθούν- να ομονοήσουν-, θα στεφανωθούν από τον Χριστό με δύο αμάραντα στεφάνια». Παράλληλα είχε αναφέρει: «Να προσέχουμε να μη δημιουργούμε θέματα στην Εκκλησία ούτε να μεγαλοποιούμε τις μικρές ανθρώπινες αταξίες που γίνονται, για να μη δημιουργούμε μεγαλύτερο κακό και χαίρεται ο πονηρός
. Όποιος για μικρή αταξία ταράσσεται πολύ και ορμάει απότομα με οργή, δήθεν να την διορθώση, μοιάζει με ελαφρόμυαλο νεωκόρο που βλέπει να στάζει το κερί και ορμάει απότομα, με φόρα, για να το διορθώση δήθεν, αλλά παίρνει σβάρνα ανθρώπους και μανουάλια, καί δημιουργεί μεγαλύτερη αταξία την ώρα της λατρείας. Δυστυχώς στην εποχή μας έχουμε πολλούς που ταράσσουν την Μητέρα Εκκλησία». Ακόμα για το θέμα αυτό, μιλώντας με περισσή διάκριση, σοφία και χάρη ανέφερε: «Όλοι χρειάζονται στην Εκκλησία. Όλοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ᾽ αυτήν• και οι ήπιοι χαρακτήρες και οι αυστηροί.
Όπως στο σώμα του ανθρώπου είναι απαραίτητα και τα γλυκά και τα ξινά, ακόμα και τα πικρά ραδίκια, γιατί το καθένα έχει τις δικές του ουσίες και βιταμίνες, έτσι και στο Σώμα της Εκκλησίας όλοι είναι απαραίτητοι. Ο ένας συμπληρώνει τον χαρακτήρα του άλλου και όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχώμαστε όχι μόνον τον πνευματικό χαρακτήρα του άλλου αλλά ακόμη και τις αδυναμίες που έχει σαν άνθρωπος. Δυστυχώς μερικοί έχουν παράλογες απαιτήσεις από τους άλλους. Θέλουν να έχουν όλοι ίδιο πνευματικό χαρακτήρα με τον δικό τους, και όταν κάποιος δεν συμφωνή με τον χαρακτήρα τους, δηλαδή ή είναι λίγο επιεικής ή λίγο οξύς, αμέσως βγάζουν το συμπέρασμα ότι δεν είναι πνευματικός άνθρωπος».

Παράλληλα πίστευε αυτό πού είχε αναφέρει ο μεγάλος θεολόγος άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ότι δηλαλή με την πνευματική πρόοδο κάθε πιστού μέλους της Εκκλησίας ομορφαίνει όλη η Εκκλησία. Τόνισε ότι «Όλα τα χαρίσματα εν τη Εκκλησία, όλαι αι διακονίαι, όλοι οι Διδάσκαλοι, οι Επίσκοποι, οι ιερείς, οι Λαϊκοί αποτελούν εν σώμα, το σώμα της Εκκλησίας. Όλοι αυτοί είναι αναγκαίοι εις κάθε ένα και ο καθένας είναι αναγκαίος εις όλους. Όλους αυτούς ενώνει εις εν καθολικόν και θεανθρώπινον σώμα το Άγιον Πνεύμα, το Πνεύμα της κοινωνίας και οικοδομής της Εκκλησίας.»

Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι ο γέροντας «συλλαμβάνεται» να έχει μελετήσει και βιώσει την έννοια της Εκκλησίας βάσει των προ αυτού Πατέρων. Μέσα απ’ την Εκκλησία, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, αποκαλύπτεται στους ανθρώπους όλη η Οικονομία της σωτηρίας δηλαδή το «Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Μέσα στην Εκκλησία φανερώνεται η αλήθεια αυτή. Όντως το μυστήριο αυτό είναι μέγα αφού ο Θεός έγινε άνθρωπος και ο άνθρωπος Θεός και γι᾽ αυτό οι άνθρωποι πρέπει να ζούμε αξίως αυτού του Μυστηρίου. Άλλες παρόμοιες θέσεις αναφέρουν:

«Εκκλησία είναι ο Θεάνθρωπος, διότι ο Θεός Λόγος έγινε η κεφαλή του Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας όπως και ο απόστολος Παύλος λέγει ότι ο Θεός Πατήρ δια του Αγίου Πνεύματος «έδωκε» τον Θεάνθρωπον, «κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστί το σώμα Αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρομένου». Έτσι η Εκκλησία έλαβε με κεφαλή της τον Θεάνθρωπο όλες τις θείες και μεταμορφωτικές θεοποιές δυνάμεις της. Είναι φοβερό ότι η ίδια η υπόσταση του Θεού Λόγου έγινε η αιώνια υπόσταση της Εκκλησίας. Μέσω της Εκκλησίας ως του θεανθρωπίνου σώματός Του ο Κύριος ένωσε όλα τα αγγελικά και ανθρώπινα όντα και όλα τα κτίσματα σε ένα αιωνίως ζώντα οργανισμό. Και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει:
«Εάν ο Χριστός είναι εις τότε μία είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας και εν το σώμα». Και ο Ιερός Καβάσιλας προσθέτει για την Εκκλησία ότι: «σημαίνεται δε η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις, ουχ ως εν συμβόλοις, αλλ᾽ ως εν καρδία μέλη, και ως εν ρίζη του φυτού κλάδοι, και καθάπερ έφη ο Κύριος, ως εν αμπέλω κλήματα (Ιω. 15, 1-5)». Παρόμοιες προσεγγίσεις είναι και οι ακόλουθες: «Η Εκκλησία είναι μυστήριον μέγα αποκαλυφθέν κατά το πλήρωμα του χρόνου». Γι’ αυτήν προορίζονταν τα πάντα, «δια την Εκκλησίαν ο ουρανός, ου δια τον ουρανόν η Εκκλησία». Επίσης υφίσταται ουράνιος Εκκλησία, η των αγγέλων, υπό γενικώτερη έννοια, αλλ᾽ ειδικώτερα Εκκλησία λέγεται το άθροισμα των πιστών, των προ Χριστού και των μετ᾽ Αυτόν. «Αρξαμένη από της δημιουργίας των πρωτοπλάστων, επανιδρύθη οριστικώς διά του Χριστού. Αποτελεί εν σώμα, του οποίου το μεν Θείον στοιχείον είναι η Κεφαλή, το δε ανθρώπινον είναι τα μέλη είτε έντιμα είτε μη». «Θα έλεγε κανείς πως ο Θεός δημιούργησε την Εκκλησία, και μονάχα αυτήν.
Όλα τα άλλα είναι χώρος της Εκκλησίας, αυτής της κοινωνίας των όντων, κατά το πρότυπο της αγαπητικής κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Η Εκκλησία λοιπόν αρχίζει με την δημιουργία, και επομένως έχει έναν απ’ τό, αισθητό και ιστορικό χαρακτήρα. Ο Θεός με την δημιουργία έκτισε την Εκκλησία που είναι σύμβολο, τύπος και εικόνα δική του. Ο άνθρωπος είναι κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν δημιούργημα, γιατί ανήκει στην Εκκλησία που και η ίδια είναι κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν του Θεού». Τις παραπάνω πατερικές αναφορές γνώριζε ο άγιος και τις εξέφραζε συνολικά με τον δικό του απλό, γλαφυρό και μοναδικό τρόπο.
 
 
Β´ Μ Ε Ρ Ο Σ
Αφού ξεκινήσαμε από την Εκκλησία θα προχωρήσουμε στους κληρικούς. Πάντοτε στα λεγόμενά μας καθοδηγός μας είναι ο άγιος γέροντας Παΐσιος.
Εκτός λοιπόν από την Εκκλησία γενικά, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον μιλούσε ο γέροντας στους κληρικούς, τους οποίους τιμούσε όλως ιδιαιτέρως, στους οποίους μάλιστα τόνιζε συχνά την μεγάλη τους ευθύνη έναντι του Θεού αλλά και των ανθρώπων. Σημείωνε ότι ο κληρικός είναι το παράδειγμα μέσα στην κοινωνία ενώ έθιγε και το ζήτημα της εκκοσμίκευσης του κλήρου.

Πως όμως ήθελε τον ιερέα ο γέροντας Παΐσιος;
Από την Εκκλησία πηγαίνουμε στους λειτουργούς των μυστηρίων της αφού ως ψυχή η Εκκλησία έχει το ιερατείο, ως νου το θείο θυσιαστήριο και ως σώμα το ναό. «Με το σώμα του, ως ναό, διενεργεί την καλλιέργεια της ψυχής με την τήρηση των θείων εντολών. Με την ψυχή, ως ιερατείο, καλλιεργεί τη φυσική θεωρία με την γνώση των λόγων. Και με το νου, ως θυσιαστήριο, προσεγγίζει τα ύψη της μυστικής θεολογίας που πραγματώνει την κατά το εφικτό ένωση Θεού και ανθρώπου».
Ο γέροντας αναφέρει, όχι το τι θέλει ο Θεός από τους κληρικούς διότι αυτό δεν είναι κάτι απλό αλλά το τι θέλουν οι άνθρωποι. Όμως οι άνθρωποι, θα αναρωτηθεί κάποιος, έχουν τα κριτήρια αυτά για να διακρίνουν τον ευλαβή κληρικό; Λέει ο γέροντας: «Παλιά οι ιερείς έκαναν άσκηση, είχαν αρετή, ήταν άγιοι, καί οι άνθρωποι τους ευλαβούνταν. Σήμερα οι άνθρωποι θέλουν δύο πράγματα από τον ιερέα• να είναι αφιλοχρήματος και να έχη αγάπη. Όταν οι άνθρωποι βρουν αυτά σε έναν ιερέα, τον θεωρούν άγιο και τρέχουν στην Εκκλησία• και αφού τρέχουν στην Εκκλησία, σώζονται. Μετά συγκαταβαίνει ο Θεός και σώζει και τον ιερέα. Ο ιερεύς πάντως πρέπει να έχη μεγάλη καθαρότητα». Και συμπληρώνει: «Εξάλλου ο κόσμος έχει αλάθητο κριτήριο και διακρίνει ποιοι έγιναν ιερείς από αγάπη προς τον Θεό, για να διακονήσουν την Εκκλησία Του».
Ο γέροντας αναφέρει τι θα έκανε εάν ήταν ο ίδιος ιερέας: «Αν ήμουν στον κόσμο ιερεύς, δεν θα μπορούσα να κλείσω ποτέ την πόρτα μου. Θα έπρεπε να ανταποκρίνωμαι πάντοτε, χωρίς διακρίσεις, σε ό,τι μου ζητούσαν όλοι. Πρώτα θα φρόντιζα για όλους τους ανθρώπους της ενορίας μου και έπειτα, ό,τι περίσσευε, θα έδινα στους άλλους που θα μου ζητούσαν να τους βοηθήσω. Θα ενδιαφερόμουν όχι μόνο για τους πιστούς, αλλά και για τους απίστους και για τους άθεους και για τους εχθρούς της Εκκλησίας.
Ή, αν ήμουν Πνευματικός και μου έλεγε ένας κάτι για έναν άλλον, θα φώναζα και εκείνον, για να βγάλω άκρη. Θα έπαιρνα τηλέφωνο, για να δω τι κάνει ο άλλος που είχε έναν πειρασμό, που αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα κ.λπ. Πως θα μπορούσα να ησυχάσω; Ο ιερεύς πρέπει να τραβάη μπροστά, για να ακολουθούν οι πιστοί». «Επίσης ο Λειτουργός του Υψίστου πρέπει να έχη πολλή προσοχή, καθαρότητα, ακρίβεια. Είναι ανώτεροι από τους Αγγέλους οι ιερείς. Οι άγιοι Άγγελοι καλύπτουν τα πρόσωπά τους την ώρα που τελείται το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ενώ ο ιερεύς το τελεί.»
Για την προετοιμασία των ιερέων για την Θεία Λειτουργία και την μεταξύ των κληρικών επιβεβλημένη αγάπη ο γέροντας χρησιμοποίησε ένα θαυμαστό γεγονός: «Η Θεία Κοινωνία θεραπεύει, αγιάζει αυτόν που αγωνίζεται. Έναν που δεν αγωνίζεται, πως να τον βοηθήση; Τι να αλλοιώση ο Χριστός, αφού δεν αλλιώνεται ο ίδιος ο άνθρωπος; Κάποτε, στην σπηλιά του αγίου Αθανασίου ήταν ένας Γέροντας με δύο υποτακτικούς. Ο ένας ήταν ιερομόναχος και ο άλλος ιεροδιάκονος. Μια μέρα λοιπόν πήγαν οι υποτακτικοί του σε ένα εξωκκλήσι, για να λειτουργήσουν.
Ο ιερεύς όμως φθονούσε πολύ τον διάκο, και τον ζήλευε, επειδή ο διάκος ήταν πιο έξυπνος και επιτήδειος σε όλα• αλλά και ο διάκος δεν βοηθούσε με τον εγωιστικό του τρόπο. Ο ιερεύς είχε προετοιμασθή εξωτερικά, διαβάζοντας την Θεία Μετάληψη και κάνοντας όλα τα σχετικά τυπικά. Δυστυχώς όμως δέν έκανε το κυριώτερο, την εσωτερική προετοιμασία• δηλαδή να εξομολογηθή ταπεινά, για να διώξη τον φθόνο και την ζήλεια από την καρδιά του, τα οποία δεν φεύγουν με το να αλλάξουμε τα ρούχα μας και να λούσουμε το κεφάλι. Έτσι λοιπόν με την εξωτερική αυτή προετοιμασία προχώρησε στο φοβερό θυσιαστήριο, για να λειτουργήση. Μόλις όμως άρχισε να προσκομίζη, τι συνέβη;
Ακούστηκε ξαφνικά ένας μεγάλος κρότος και είδε να φεύγη το άγιο Δισκάριο από την Προσκομιδή και να εξαφανίζεται. Επόμενο ήταν να μην μπορέσουν πια να λειτουργήσουν. Εάν δεν τους εμπόδιζε ο Καλός Θεός με αυτόν τον τρόπο και λειτουργούσε ο ιερεύς με την ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, μου λέει ο λογισμός ότι θα πάθαινε μεγάλο κακό».
Είναι σαφές ότι ο όσιος σέβεται τους κληρικούς κάτι που φαίνεται και από τις διαπροσωπικές συναναστροφές μαζί τους αλλά και μέσα από τις επιστολές του σε ιερατικά πρόσωπα. Για παράδειγμα ο γέροντας απευθύνεται σε επιστολή του με μεγάλο σεβασμό προς Μητροπολίτη. Αρχικά του λέει: «Σεβασμιώτατε Δέσποτα, προσκυνώ• την δεξιά Σας ασπάζομαι. Έλαβα την επιστολή Σας, εχάρηκα και Σας ευχαριστώ για όλα», και κλείνει την επιστολή υπογράφοντας: «Με σεβασμό, το τέκνο Σας μοναχός Παΐσιος». Σε επιστολή αναφέρει σε Μητροπολίτη ένα σημαντικό θέμα περί του μοναχισμού χωρίς όμως να κάνει τον διδάσκαλο και τον καθηγητή. Ομιλεί με πόνο για το πρόβλημα αλλά πάντα με σεβασμό γνωρίζοντας ότι ομιλεί σε Επίσκοπο της Εκκλησίας.
Μιλά με πόνο και πραγματικό ενδιαφέρον για την πορεία του μοναχισμού και της Εκκλησίας αλλά πάντοτε με ευγένεια θίγει το θέμα ενώ στην συνέχεια της επιστολής ζητάει συγχώρεση «Συγχωρέστε με, Δέσποτά μου» λέει χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «αλλά είπα τον πόνο μου…». Ολοκληρώνει δε την επιστολή με τις εκφράσεις: «Εύχεσθε», «Με τις ευχές Σας να περάσουμε καλή Σαρακοστή», «Έχετε την μετάνοια των Πατέρων και την δική μου».Σε άλλη επιστολή του διακρίνεται και πάλι η μέριμνα και το ενδιαφέρον του για την Εκκλησία. Απευθυνόμενος σε ένα νέο που επιθυμεί να ιερωθεί ομολογεί ότι τα όσα τον συμβούλευσε είναι καρπός της μέριμνας και της αγάπης του τόσο για τον υποψήφιο όσο και για την Εκκλησία γενικότερα. Και πάλι την Εκκλησία ονομάζει Μητέρα λέγοντας: «Η χαρά μου θα είναι να γίνης ένας καλός κληρικός και να υπηρετής την Μητέρα Εκκλησία όπου αναπαύεσαι, και με όποια ακόμη ζωή μπορείς, είτε έγγαμος είτε άγαμος…».

Από τα παραπάνω είναι ξεκάθαρος ο ορθόδοξος τρόπος προσέγγισης και βίωσης του μυστηρίου της Εκκλησίας και των λειτουργών της. Ο άγιος Παΐσιος είναι εκφραστής της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας μας γιατί και ο ίδιος υπήρξε ένας εξ αυτών. Ο λόγος του μας δίνει αφορμή για πνευματική ζύμωση σκεπτόμενοι πράγματα και καταστάσεις της εποχής μας και ταυτόχρονα ωθεί σε εγρήγορση και αγώνα. Ας έχουμε την τόση αγάπη του για την Εκκλησία και το μεγάλο δέος του για την ιερωσύνη. Ας ευχαριστήσουμε τον Θεό που μας έδωσε έναν τέτοιον άγιο στις μέρες μας! 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου